- αμακάριστος
- -η, -ο[μακαριστός]1. αυτός που δεν μακαρίστηκε ή δεν είναι άξιος μακαρισμού2. αυτός που θάφτηκε άψαλτος, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμακάριστος — η, ο 1. αυτός που θάφτηκε χωρίς την κανονική νεκρώσιμη ακολουθία: Πήγε ο άμοιρος αμακάριστος. 2. αυτός που δεν του γίνεται μνημόσυνο: Δεν είναι που χάθηκε στην ξενιτιά, αλλά που κι εδώ μένει αμακάριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)